- υπερβολοειδής
- -ές / ὑπερβολοειδής, -ές, ΝΜνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το υπερβολοειδές·μαθημ. επιφάνεια δευτέρου βαθμού που έχει ένα κέντρο και τού οποίου μερικές από τις επίπεδες τομές είναι υπερβολές (α. «δίχωνο υπερβολοειδές» β. «μονόχωνο υπερβολοειδές»)αρχ.ένας από τους τέσσερεις τόπους τής μουσικής («τόποι φωνῆς τέσσαρες, ὑπατοειδής, μεσοειδής, νητοειδής, ὑπερβολοειδής», Ανών. Μουσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή + -ειδής*].
Dictionary of Greek. 2013.