υπερβολοειδής

υπερβολοειδής
-ές / ὑπερβολοειδής, -ές, ΝΜ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το υπερβολοειδές·μαθημ. επιφάνεια δευτέρου βαθμού που έχει ένα κέντρο και τού οποίου μερικές από τις επίπεδες τομές είναι υπερβολές (α. «δίχωνο υπερβολοειδές» β. «μονόχωνο υπερβολοειδές»)
αρχ.
ένας από τους τέσσερεις τόπους τής μουσικής («τόποι φωνῆς τέσσαρες, ὑπατοειδής, μεσοειδής, νητοειδής, ὑπερβολοειδής», Ανών. Μουσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβολή + -ειδής*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • οδοντιατρική — Κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τις παθήσεις των δοντιών και τη θεραπεία τους. Η ο. ασκούσαν με επιτηδειότητα στους αρχαίους πολιτισμούς της Μεσογείου· μερικές προθέσεις δοντιών καλής κατασκευής βρέθηκαν σε τάφους Φοινίκων και Ετρούσκων.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”